- συνεφέπομαι
- και ιων. τ. παρατ. συνεπεσπόμην Α1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι και εγώ («ἡ δὲ λαθοῡσα αὐτὸν συνεφείπετο», Ξεν.)2. μτφ. (σχετικά με δοξασία) συμμορφώνομαι («ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐφέπομαι «ακολουθώ, παρακολουθώ, προσέχω»].
Dictionary of Greek. 2013.